κορυζώ

κορυζώ
κορυζῶ, -άω (Α) [κόρυζα]
1. πάσχω από ρινικό κατάρρου, από συνάχι, τρέχουν οι μύξες μου
2. συμπεριφέρομαι με ανόητο τρόπο, ανοηταίνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κορυζῶ — κορυζάω have a catarrh pres imperat mp 2nd sg κορυζάω have a catarrh pres subj act 1st sg (attic epic ionic) κορυζάω have a catarrh pres ind act 1st sg (attic epic ionic) κορυζάω have a catarrh pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόρυζα — Καταρροϊκή πάθηση της μύτης, που είναι ιδιαίτερα συχνή στον άνθρωπο στην αρχή του χειμώνα και της άνοιξης, όταν ο καιρός είναι υγρός. Η κ. είναι φλεγμονή του βλεννογόνου της μύτης και συνήθως στην έναρξή της συνοδεύεται από ελαφρύ πυρετό,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”